Το Άσθμα αποτελεί μια κοινή χρόνια νόσο που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές παγκοσμίως, ενώ παρουσιάζει αυξανόμενη επίπτωση (εμφάνιση νέων περιστατικών) και επιπολασμό που ποικίλλει. Στην Ευρώπη, σχεδόν 10 εκατομμύρια άτομα ηλικίας κάτω των 45 ετών έχουν άσθμα. Η επίπτωση του άσθματος στην ΕΕ είναι 8,2 % στους ενήλικες και 9,4% στα παιδιά.
Από τη πλευρά της Παθοφυσιολογίας, το άσθμα είναι μια φλεγμονώδης νόσος των πνευμόνων, που οδηγεί σε εκτεταμένο περιορισμό της ροής του αέρα. Το άσθμα θεωρείται ότι προκαλείται από ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση του ή την υπερδραστηριότητα των αεραγωγών και μπορεί να περιλαμβάνουν κάποιο από τα παρακάτω:
Αλλεργιογόνα του περιβάλλοντος, άσκηση και υπερ-αερισμός, Γαστροεισοφαγική Παλινδρόμηση, χρόνια Παραρινοκολπίτιδα ή Ρινίτιδα, Παχυσαρκία, έκθεση σε παράγοντες πρόκλησης της νόσου που υφίστανται σε εργασιακό χώρο, περιβαλλοντικούς ρυπαντές, ερεθιστικούς παράγοντες (πχ spray οικιακής χρήσης), συναισθηματικοί παράγοντες ή το στρες κλπ. Φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα σχετικά με άσθμα είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ASA, γνωστό επίσης και ως ασπιρίνη), τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (NSAIDs) και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης που χορηγούνται σε νόσους του καρδιαγγειακού όπως η υπέρταση. Επιπλέον, τροφές όπως τα αυγά, τα γαλακτοκομικά, τα θαλασσινά κλπ.
Η διάγνωση του άσθματος πρέπει να αποτελεί βάσιμη υποψία αν υπάρχει ιστορικό: επαναλαμβανόμενου αναπνευστικού συριγμού, βήχα ή δύσπνοιας και αν τα συμπτώματα αυτά παρουσιάζονται ή επιδεινώνονται με την άσκηση, ιογενών λοιμώξεων, αλλεργιογόνων ή μόλυνσης του αέρα. Στη συνέχεια η σπιρομέτρηση επιβεβαιώνει την διάγνωση. Τα κλινικά σημεία και συμπτώματα του άσθματος διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και είναι υποτροπιάζοντα.
Τα συμπτώματα κατά κανόνα είναι χειρότερα τη νύχτα και νωρίς το πρωί ή μετά από άσκηση και με τον κρύο αέρα. Αυτά μπορεί να είναι δύσπνοια, δυσφορία, συριγμός (χαρακτηριστικός ήχος σαν σφύριγμα κατά την αναπνοή), βήχας, δυσκολία και μειωμένη αναπνοή, σφίξιμο στο στήθος, άγχος ή πανικός. Άλλα μη ειδικά συμπτώματα στα νήπια ή τα μικρά παιδιά μπορεί να είναι ιστορικό υποτροπιάζουσας βρογχίτιδας, βρογχιολίτιδα ή πνευμονία, βήχας που επιμένει με κρύωμα ή/και υποτροπιάζουσα ψευδομεμβρανώδη λαρυγγίτιδα (απόφραξη του λάρυγγα εξαιτίας αλλεργίας) ή ρόγχος στο στήθος (μη φυσιολογικός αναπνευστικός ήχος που παραπέμπει σε ροχαλητό).
Η Παθοφυσιολογία του άσθματος είναι περίπλοκη και περιλαμβάνει τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία:
Φλεγμονή αεραγωγών, διακοπτόμενη παρεμπόδιση ροής του αέρα και βρογχική υπερανταπόκριση. Το αλλεργικό άσθμα σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα συνολικών και ειδικών ανοσοσφαιρινών IgE στην κυκλοφορία. Αυξημένα επίπεδα ηωσινοφίλων ανευρίσκονται στο αίμα, στον βλεννογόνο των αεραγωγών και στο βρογχοκυψελιδικό έκκριμα. Τα συμπτώματα του άσθματος και/ή οι κρίσεις αυξάνονται μετά από εισπνοή αλλεργιογόνων, αλλά μπορεί επίσης να επιμείνουν και απουσία αλλεργικών ερεθισμάτων.
Η ιατρική προσέγγιση περιλαμβάνει θεραπευτική αντιμετώπιση των οξέων ασθματικών επεισοδίων και έλεγχο των χρόνιων συμπτωμάτων περιλαμβανομένων των νυκτερινών συμπτωμάτων και εκείνων που προκαλούνται από άσκηση. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του άσθματος είναι τα εισπνεόμενα κορτικοστερειδή, βρογχοδιασταλτικά μακράς διάρκειας δράσης, θεοφυλλίνη, τροποποιητές λευκοτριενίων και πλέον πρόσφατες θεραπευτικές στρατηγικές όπως η χρήση αντισωμάτων Ανοσοσφαιρίνης (IgE), μονοκλωνικά αντισώματα anti-IL5 και anti-IL4/IL13 σε επιλεγμένους ασθενείς. Θεραπείες ανακούφισης περιλαμβάνουν βρογχοδιασταλτικά βραχείας διάρκειας δράσης, συστηματικά κορτικοστεροειδή κα.
Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια – ΧΑΠ
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) αποτελεί μια χρόνια και εξελικτική ασθένεια των πνευμόνων η οποία χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια συμπτώματα του αναπνευστικού και περιορισμό της ροής του αέρα στους πνεύμονες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), 65 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μέτρια έως σοβαρή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από ΧΑΠ η οποία αποτελεί την 4η αιτία θανάτου στις ΗΠΑ.
Στη χώρα μας, που πάνω από το 50% των ενηλίκων είναι καπνιστές, μελέτη έδειξε ότι 800.000 Έλληνες πάσχουν από τη νόσο, με τους μισούς από αυτούς να μην το γνωρίζουν.
Το κάπνισμα αποτελεί την κυριότερη αιτία πρόκλησης της νόσου. Παράγοντες κινδύνου για την ΧΑΠ περιλαμβάνουν την έκθεση σε επιβαρυντικούς παράγοντες στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον, (ατμοσφαιρική ρύπανση) έκθεση σε ερεθιστικές ουσίες στον επαγγελματικό χώρο, όπως σκόνη από σπόρους, κάδμιο ή καπνό καθώς και γενετικοί.
Συνήθως οι ασθενείς εμφανίζουν συνδυασμό από σημεία και συμπτώματα όπως χρόνια βρογχίτιδα, εμφύσημα και αντιδραστική νόσο των αεραγωγών περιλαμβανομένων των παρακάτω:
- Βήχας, ο οποίος επιδεινώνεται συνήθως το πρωί και είναι παραγωγικός με την παρουσία πτυέλων
- Δύσπνοια (δυσκολία στην αναπνοή) σαν το πλέον σοβαρό σύμπτωμα το οποίο συνήθως επέρχεται μετά την 6η δεκαετία της ζωής του ασθενούς
- Συριγμός ο οποίος μπορεί να εμφανισθεί ιδιαίτερα κατά την σωματική καταπόνηση και στην επιδείνωση
Η τυπική διαγνωστική διαδικασία της ΧΑΠ είναι η σπειρομέτρηση, μια απλή και ανώδυνη εξέταση, η οποία μετρά την ποσότητα της ροής και συνήθως διεξάγεται κατόπιν χορήγησης ενός βρογχοδιασταλτικού, μιας φαρμακευτικής αγωγής η οποία «ανοίγει» τους αεραγωγούς.
Η ΧΑΠ δεν είναι θεραπεύσιμη, αλλά τα συμπτώματα της είναι και η εξέλιξη της μπορεί να επιβραδυνθεί, ιδιαίτερα με τη διακοπή του καπνίσματος. Ο στόχος της διαχείρισης της ΧΑΠ είναι η βελτίωση της λειτουργικής κατάστασης του ασθενούς και της ποιότητας ζωής του διατηρώντας την βέλτιστη λειτουργία των πνευμόνων και παρεμποδίζοντας την επανεμφάνιση των παροξύνσεων.
Το πλέον σημαντικό που πρέπει να κάνει ο ασθενής είναι να διακόψει άμεσα το κάπνισμα. Η θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει τη χορήγηση βρογχοδιασταλτικών, κορτικοστεροειδών, αντιβιοτικών καθώς και συνδυασμό κορτικοστεροειδών και βρογχοδιασταλτικών με χρήση εισπνευστικών συσκευών. Ο εμβολιασμός έναντι της γρίπης και πνευμονίας μειώνει τον κίνδυνο για αυτές τις ασθένειες. Η πνευμονική αποκατάσταση και η οξυγονοθεραπεία (όπου είναι κατάλληλη) βοηθά τον ασθενή είτε να παραμένει όσο το δυνατόν υγιής και ενεργός ή να μειώσει την ελάττωση της αναπνοής, να προστατέψει τα όργανα και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής. Η χειρουργική παρέμβαση συνιστάται σε σοβαρές περιπτώσεις.
Από τη στιγμή που εγκατασταθεί η ΧΑΠ, είναι σημαντικό να εκπαιδευθεί ο ασθενής γύρω από την ασθένεια και να ενθαρρυνθεί ώστε να συμμετέχει και ο ίδιος ενεργητικά στην θεραπεία.