Η αλλεργία αποτελεί μια αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού απέναντι σε συνήθως αβλαβείς ουσίες που βρίσκονται στο περιβάλλον και ονομάζονται αλλεργιογόνα. Η αλλεργία χαρακτηρίζεται σαν αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου Ι όπου πρωταγωνιστούν ειδικά κύτταρα του αίματος τα Βασεόφιλα και τα Μαστοκύτταρα, καθώς και ένας ειδικός τύπος αντισώματος η ανοσοσφαιρίνη Ε. Σαν αλλεργιογόνοι παράγοντες μπορούν να δράσουν τροφές (πχ ψάρια, αυγά), φάρμακα (πχ πενικιλίνη), τσιμπήματα εντόμων, γύρη, χρώματα, σκόνη, τρίχες ζώων, σκιαγραφικά που χρησιμοποιούνται σε απεικονιστικές εξετάσεις, καλλυντικά κλπ.
Τα αλλεργιογόνα (αντιγόνα) φτάνουν στον οργανισμό με την αναπνοή, την επαφή στο δέρμα ή ακόμη με την τροφή ή και ένεση. Όταν ο οργανισμός έρθει σε επαφή με μια ξένη ουσία που δρα ως αλλεργιογόνο, το ανοσοποιητικό του σύστημα βάζει σε λειτουργία τους αμυντικούς μηχανισμούς της χυμικής και της κυτταρικής ανοσίας με σκοπό την εξουδετέρωση του αντιγόνου. Σαν «απάντηση» στα αλλεργιογόνα, το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού παράγει αντισώματα, τα οποία εμφανίζουν εξειδικευμένη αμυντική δράση ανάλογα με το αντιγόνο.
Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την ουσία που εμπλέκεται και μπορεί να επηρεάσουν τους αεραγωγούς, το δέρμα ή και το πεπτικό σύστημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι αλλεργίες μπορεί να ενεργοποιήσουν αντίδραση απειλητική για τη ζωή, γνωστή και σαν αναφυλαξία. Συνήθως εκδηλώνονται με κνησμό (φαγούρα), φτάρνισμα, καταρροή, φαγούρα στη μύτη, τα μάτια ή και το άνω μέρος της στοματικής κοιλότητας, ερύθημα (κοκκινίλα), ερεθισμό (τσούξιμο) ή δακρύρροια ή πρησμένα μάτια. Στη περίπτωση δερματικής αλλεργίας, όπως η ατοπική δερματίτιδα, παρατηρούνται κνησμός στο δέρμα, ερύθημα και ξεφλούδισμα.
Η αϋπνία είναι μια συνήθης διαταραχή του ύπνου που χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία χαλάρωσης ώστε να επέλθει ο ύπνος και/ή δυσκολία παραμονής σε κατάσταση ύπνου, παρά τις χρονικές δυνατότητες του ατόμου να απολαύσει επαρκή ύπνο. Τα άτομα που υποφέρουν από αυπνία συνήθως δεν αισθάνονται ξεκούραστα όταν ξυπνούν, κάτι που επηρεάζει αρνητικά την απόδοση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αϋπνία έχει σοβαρό αντίκτυπο στα επίπεδα ενέργειας, στη διάθεση, την υγεία, την επαγγελματική ζωή και την ποιότητα ζωής γενικότερα.
Οι περισσότεροι ενήλικες χρειάζονται επτά με οκτώ ώρες ύπνου κάθε βράδυ, με την ιδανική διάρκεια να ποικίλλει ελαφρώς από άτομο σε άτομο. Ένα επεισόδιο αϋπνίας μπορεί να είναι μεμονωμένο και να μην διαρκέσει πολύ, σε κάποιες περιπτώσεις όμως η αϋπνία κρατά για μήνες ή και χρόνια οπότε η διαταραχή χαρακτηρίζεται ως χρόνια. Η αϋπνία μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δηλαδή να μην οφείλεται σε κάποια άλλη διαταραχή ή ασθένεια, ή δευτεροπαθής, δηλαδή επακόλουθο άλλου προβλήματος.
Διάρροια είναι η παρουσία τριών ή περισσότερων, συνήθως υδαρών κενώσεων του εντέρου την ημέρα, ή η αυξημένη συχνότητα κενώσεων σε σχέση με τις συνήθειες του ατόμου. Είναι μια συχνή κατάσταση και θα επηρεάσει σχεδόν κάθε άνθρωπο τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του χωρίς να αποτελεί λόγο ανησυχίας. Η διάρροια αποτελεί μια ανισορροπία μεταξύ εντερικής απορρόφησης και έκκρισης νερού και ηλεκτρολυτών από το έντερο.
Η διάρροια είναι ένα σύμπτωμα που μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια. Αυτά περιλαμβάνουν ιούς, τροφικές δηλητηριάσεις, παράσιτα, φάρμακα, προβλήματα πέψης ή ασθένειες από το γαστρεντερικό όπως Νόσος του Crohn, Ελκώδης Κολίτιδα κλπ.. Συχνά οι ασθενείς αναφέρουν ότι έχουν διαρροϊκές κενώσεις χωρίς αυτές να είναι πραγματικά διαρροϊκές, ή αντίθετα έχουν διαρροϊκές κενώσεις χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Η αυξημένη συχνότητα κένωσης του εντέρου (> 3 φορές την ημέρα) και /ή η υδαρής σύσταση των κοπράνων μπορούν να ορίσουν μια διάρροια, αλλά καλό είναι να διερευνάται για το ποιες ήταν στο παρελθόν οι κενώσεις του πριν το συγκεκριμένο επεισόδιο. Η διάρροια μπορεί ως προς τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της να είναι οξεία ή χρόνια. Συνήθως μέχρι δύο εβδομάδες ορίζεται σαν οξεία, ενώ αν διαρκέσει περισσότερο (ειδικά περισσότερο από 30 ημέρες), χαρακτηρίζεται σαν χρόνια. Μια ενδιάμεση κατάσταση είναι όταν διαρκεί από 14-30 ημέρες, οπότε χαρακτηρίζεται σαν επιμένουσα διάρροια.
Συνήθως η διάρροια αποτελεί ένα πρόβλημα που διαρκεί μία έως δύο ημέρες και απομακρύνεται χωρίς ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Ωστόσο εάν επιμένει και παρατείνεται η διάρκεια της, μπορεί να κρύβει κάποιο άλλο, ίσως και σημαντικό πρόβλημα. Μία από τις επιπτώσεις της είναι η αφυδάτωση και η απώλεια ηλεκτρολυτών, κάτι που χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση, ειδικά αν πρόκειται για διάρροια σε παιδιά.
Ανάμεσα στις οργανικές εκδηλώσεις που μπορεί να συνοδεύουν την διάρροια είναι το κοιλιακό άλγος, οι κράμπες, το αίσθημα φουσκώματος, η ναυτία, ακόμη και πυρετός ή κενώσεις με αίμα, οπότε και απαιτείται ο ασθενής να επικοινωνήσει άμεσα με τον ιατρό του. Η αντιμετώπιση της διάρροιας περιλαμβάνει, ανάλογα με τη διερεύνηση των αιτίων και τις οδηγίες του ιατρού, αναπλήρωση των υγρών που έχουν χαθεί για να αποφευχθεί η αφυδάτωση. Σε κάποιες περιπτώσεις συνιστάται φαρμακευτική αγωγή, προσαρμογή της διατροφής και χρήση ειδικών σκευασμάτων για την αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας των τοιχωμάτων του εντέρου.
Το Ανοσοποιητικό σύστημα είναι το πολύπλοκο δίκτυο του οργανισμού που είναι υπεύθυνο για να «αμύνεται» σε επιβλαβείς παράγοντες, όπως ιοί, βακτήρια και επικίνδυνες χημικές ουσίες. Σε κάθε εποχική αλλαγή ο ανθρώπινος οργανισμός βιώνει αλλαγές στα επίπεδα ενέργειας, μεταβολισμού ακόμα και στις διατροφικές προτιμήσεις. Ένα φυσικό επακόλουθο της εποχικής αλλαγής είναι οι συχνές ιώσεις και τα κρυολογήματα εξαιτίας της μειωμένης άμυνας του οργανισμού.
Το κοινό κρυολόγημα είναι η πιο συχνή ήπια λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος και εμφανίζεται κυρίως το χειμώνα. Στα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνονται ο πονόλαιμος, η ρινική καταρροή, φραγμένη μύτη, φτέρνισμα και βήχας. Αυτά συνοδεύονται συνήθως από μυϊκούς πόνους, αδυναμία, αδιαθεσία, πονοκέφαλο και μείωση της όρεξης για φαγητό. Προκαλείται από ιούς, διαφορετικούς από εκείνους της γρίπης και τα συμπτώματα που έρχονται μαζί με αυτό διαρκούν για λίγες μέρες και μπορούν να αντιμετωπιστούν εύκολα με αναλγητικά και αντιπυρετικά φάρμακα. Επιπλέον σκευάσματα όπως αντιβηχικά, αντιισταμινικά και αποσυμφορητικά της μύτης ή/και συμπληρώματα διατροφής, όπου σε συνδυασμό με μια ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αλλά και πρόληψη αυτών των συμπτωμάτων, ενισχύοντας και προστατεύοντας την φυσιολογική άμυνα του οργανισμού.
Πονοκέφαλος
Ο πονοκέφαλος αποτελεί μία από τις συχνότερες και επώδυνες εμπειρίες και έναν από τους συνηθέστερους λόγους αναζήτησης ιατρικής συμβουλής. Ως σύμπτωμα, ο πόνος στην περιοχή της κεφαλής (κεφαλαλγία) έχει εξαιρετική ετερογενή αιτιολογία. Υπάρχουν πολλές μορφές πονοκεφάλου, οι οποίες κατατάσσονται σε πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς. Ως πρωτοπαθής χαρακτηρίζεται η κεφαλαλγία που δεν οφείλεται σε κάποιον εξωγενή παράγοντα ή σε κάποιο υποκείμενο νόσημα. Εάν ο πονοκέφαλος οφείλεται σε κάποιο αναγνωρίσιμο αίτιο, τότε κατατάσσεται ως δευτεροπαθής.
Πυρετός
Για να διατηρείται στη ζωή και να λειτουργεί σωστά το ανθρώπινο σώμα πρέπει η θερμοκρασία του να παραμένει σταθερή, ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, καθώς και το συνεχώς μεταβαλλόμενο ρυθμό παραγωγής θερμότητας μέσα στο ίδιο το σώμα, με τις διάφορες μεταβολικές διεργασίες. Για το λόγο αυτό υπάρχει και λειτουργεί στο σώμα ένας βιολογικός «θερμοστάτης». Πρόκειται για το κέντρο θερμορύθμισης, που βρίσκεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου και ελέγχει τις μεταβολές της θερμοκρασίας του σώματος. Φυσιολογική τιμή θεωρείται αυτή κοντά στους 37 °C, ενώ παρατηρείται ημερήσια διακύμανση της θερμοκρασίας, με ελάχιστη τιμή νωρίς το πρωί και μέγιστη αργά το απόγευμα.
Ο πυρετός αποτελεί κοινό σύμπτωμα οφειλόμενο σε διάφορα αίτια και είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα (36,5 – 37,50C), μέσω ανόδου του σημείου ρύθμισης του βιολογικού θερμοστάτη από πυρετογόνες ουσίες. Όταν οι ουσίες αυτές φτάσουν στον εγκεφαλικό «θερμοστάτη» μας, τον επαναρρυθμίζουν προς τα πάνω με αποτέλεσμα να δίνονται εντολές προς το σώμα μας, προκειμένου να πετύχει την αύξηση παραγωγής θερμότητας με αύξηση του μεταβολισμού, μυϊκούς σπασμούς και ρίγη.
O πυρετός χρησιμεύει ως αμυντικός μηχανισμός, καθώς η ανοσολογική απάντηση του οργανισμού μπορεί να γίνει πιο ισχυρή σε υψηλές θερμοκρασίες. Συνήθως συνοδεύεται από εφίδρωση, ρίγη και άλλα υποκειμενικά συμπτώματα τα οποία αν απουσιάζουν στον υψηλό πυρετό αυτό αποτελεί ένδειξη για κάποια σοβαρή νόσο. Το πιο συνηθισμένο αίτιο είναι οι λοιμώξεις, είτε πρόκειται για ιογενείς είτε για βακτηριακές. Ακόμη μπορεί να οφείλεται σε καταστροφή ιστών (πχ από κάποιο τραύμα), φλεγμονώδεις αντιδράσεις ιστών και αγγείων κλπ. Όταν ο πυρετός χαρακτηρίζεται από άνοδο της θερμοκρασίας πάνω από τους 41,20C ονομάζεται υπερπυρεξία, μια επείγουσα κατάσταση, ένδειξη σοβαρής νόσου η οποία συνοδεύεται και από σοβαρές επιπλοκές.
Η αντιμετώπιση του περιλαμβάνει εκτός από τη χορήγηση αντιπυρετικού φαρμάκου σύμφωνα με τη σωστή δοσολογία, κατανάλωση επαρκούς ποσότητας δροσερών υγρών, χρήση χλιαρών επιθεμάτων, χρήση χλιαρού μπάνιου, ελαφρύ σχετικά ντύσιμο, ανάπαυση και εφαρμογή των οδηγιών του ιατρού.
Οδοντικοί Πόνοι
Ο οδοντικός πόνος μπορεί να εντοπίζεται σε ένα μόνο δόντι ή να είναι διάχυτος επηρεάζοντας μια ομάδα δοντιών ενώ η ένταση του κυμαίνεται από ήπια ενόχληση, μέχρι ένα εξαιρετικά ανυπόφορο πόνο. Ο οξύς οδοντικός πόνος έχει χαρακτηριστεί σαν τον λιγότερο ανεκτό πόνο του ανθρώπινου σώματος. Για τις περισσότερες περιπτώσεις οδοντικού πόνου, ευθύνεται η τερηδόνα, που αποτελεί χρόνια νόσο των σκληρών οδοντικών ιστών και οδηγεί σε δημιουργία κοιλοτήτων στην επιφάνεια του δοντιού. Η τερηδόνα προκαλείται από την επίδραση των οξέων που παράγονται από τα μικρόβια της στοματικής κοιλότητας μετά τη διάσπαση των υπολειμμάτων τροφής που έχουν παραμείνει επάνω στα δόντια. Ανάμεσα σε άλλα αίτια που προκαλούν πόνο περιλαμβάνονται τα οδοντικά αποστήματα, τα οδοντικά κατάγματα, η διάβρωση των δοντιών, οι τραυματισμοί και οι παθήσεις ούλων. Σημαντικός παράγοντας στην πρόληψη εμφάνισης οδοντικού πόνου είναι η καλή στοματική υγιεινή για την αντιμετώπιση της τερηδόνας, καθώς και οι τακτές επισκέψεις στον οδοντίατρο σύμφωνα με τον προγραμματισμό που εκείνος μας συστήνει προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη οδοντιατρική φροντίδα.
Πόνοι Περιόδου
Οι πόνοι κατά την περίοδο είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί πολλές γυναίκες και συχνά θεωρείται «φυσιολογικό». Δυσμηνόρροια είναι ο επιστημονικός όρος που περιγράφει την κατάσταση εκείνη κατά την οποία η γυναίκα έχει τόσο έντονο πόνο κατά την διάρκεια της εμμήνου ρύσεως που την αναγκάζει να περιορίζει τις καθημερινές της δραστηριότητες και την οδηγεί στη λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα, είναι ο πόνος χαμηλά στην κοιλιά, ο οποίος πολλές φορές αντανακλά στη μέση και στην πρόσθια και έσω επιφάνεια των μηρών. Επιπλέον, μπορεί να σημειωθεί ναυτία, έμετος, εφιδρώσεις, πονοκέφαλος, διάρροια, ακόμη και αίσθημα λιποθυμίας.
Διακρίνουμε δύο είδη δυσμηνόρροιας, την πρωτοπαθή και την δευτεροπαθή. Η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια οφείλεται στην παραγωγή ειδικών χημικών ουσιών που καλούνται προσταγλανδίνες. Οι ουσίες αυτές παράγονται φυσιολογικά από τη μήτρα σε κάθε γυναίκα κατά την έμμηνο ρύση και προκαλούν συσπάσεις του μυομητρίου με σκοπό την αποβολή του «παλιού» ενδομητρίου από την κοιλότητα της μήτρας. Ο πόνος συνήθως ξεκινά λίγες ώρες πριν την έναρξη της περιόδου και διαρκεί τις πρώτες μια με δύο μέρες. Όταν ο πόνος που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου οφείλεται σε κάποια γυναικολογική πάθηση τότε μιλάμε για δευτεροπαθή δυσμηνόρροια. Η πιο συνηθισμένη παθολογική κατάσταση που ευθύνεται για τη δευτεροπαθή δυσμηνόρροια είναι η ενδομητρίωση.
Άλλες καταστάσεις που προκαλούν πόνο κατά την έμμηνο ρύση είναι η αδενομύωση, η παρουσία πυελικής φλεγμονής, η στένωση του τραχηλικού στομίου, τα ινομυώματα και η χρήση σπιράλ. Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία και την ένταση των συμπτωμάτων και περιλαμβάνει αγωγή με απλά αναλγητικά ή/και σπασμολυτικά φάρμακα στις ήπιες μορφές πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ/NSAIDS) έχουν πολύ καλή δράση διότι αναστέλλουν την σύνθεση των προσταγλανδινών και καλό είναι να λαμβάνονται στα πρώτα σημεία της περιόδου και πριν εγκατασταθεί η συμπτωματολογία, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις συνιστάται η λήψη αντισυλληπτικών.
Τo τραύμα είναι βλάβη της συνέχειας των ιστών του δέρματος και συνήθως προκαλείται από κάποιο εξωτερικό παράγοντα που δρα «βίαια» πάνω στην επιφάνεια του δέρματος, όπως συμβαίνει όταν πχ ένα αιχμηρό αντικείμενο εισέλθει στο δέρμα ή συμβεί τριβή με κάποια σκληρή επιφάνεια εξαιτίας πχ πτώσης. Τα επιφανειακά τραύματα τις περισσότερες φορές επουλώνονται γρήγορα χωρίς να αφήνουν σημάδια. Υπάρχουν όμως και τραύματα μεγαλύτερου βάθους τα οποία μπορεί να συνοδεύονται από αιμορραγία, να είναι επίπονα και να επουλώνονται δυσκολότερα. Η εξωτερική όψη ενός τραύματος μπορεί να είναι διαφορετική σε κάθε φάση. Μπορεί να υπάρχουν πληγές που χαρακτηρίζονται από ξηρή και σκληρή «κρούστα» (νεκρωτικό ιστό), όπως μπορεί επίσης να υπάρχουν πληγές υγρής όψης, δηλαδή με κύριο χαρακτηριστικό την παραγωγή και έκκριση υγρών (ορός, πύον).
Οι μικροτραυματισμοί, όπως οι εκδορές, τα κοψίματα και τα εγκαύματα (οικιακά, χημικά και ηλιακά) αποτελούν πληγές για το δέρμα. Οι πληγές αυτές είναι άλλοτε μικρότερες άλλοτε μεγαλύτερες και συνήθως αντιμετωπίζονται στο σπίτι, στο χώρο εργασίας, στο σχολείο ή ακόμα και στις διακοπές. Οι μικροτραυματισμοί, όπως από πέσιμο, γδαρσίματα και μικρές πληγές, είναι συνδεδεμένοι με την καθημερινότητά μας μέσα και έξω από το σπίτι και αποτελούν μερικά από τα κοινά ελαφρά τραύματα.
Τα πιο ευάλωτα σημεία του σώματος σε τέτοιου είδους μικροτραυματισμούς είναι τα χέρια και κυρίως η περιοχή των δαχτύλων. Ωστόσο, εάν η πληγή είναι σε μια περιοχή που υποβάλλεται σε κίνηση συνεχώς, όπως για παράδειγμα στα γόνατα ή στον αγκώνα, μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος για την επούλωση.
Το έγκαυμα είναι βλάβη των ιστών που μπορεί να προκληθεί από τη θερμότητα, το ψύχος, την ακτινοβολία, τον ηλεκτρισμό, χημικές ουσίες ή την τριβή. Για παράδειγμα, εγκαύματα μπορεί να προκληθούν από βραστό νερό, ζεστό λάδι, το σίδερο ρούχων ή το σίδερο μαλλιών, το μάτι της κουζίνας, το μπάρμπεκιου, τα απορρυπαντικά, το laser, την αποτρίχωση με κερί, την ακτινοθεραπεία κλπ.
Η βαρύτητα του επιφανειακού εγκαύματος ποικίλει ανάλογα με την έκταση που έχει πάνω στο σώμα και το βάθος της βλάβης στις στοιβάδες του δέρματος. Το επιφανειακό έγκαυμα εκδηλώνεται με ερύθημα (κοκκινίλα), τσούξιμο και περιορισμένο οίδημα. Συνήθως επουλώνεται γρήγορα και χωρίς σημάδια μέσα σε λίγες ημέρες εάν αντιμετωπιστεί σωστά. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που το έγκαυμα παρουσιάζεται σε μεγάλη έκταση εμφανίζοντας έντονο πόνο, ερύθημα και δημιουργία φυσαλίδων.
Το ηλιακό έγκαυμα προκαλεί πόνο, ερύθημα και ερεθισμό και αντιμετωπίζεται με χρήση ψυχρών κομπρεσών, ενυδατικών λοσιόν, ειδικής υδροενεργού κολλοειδούς γέλης ή και με χρήση ήπιων αναλγητικών, ενώ παράλληλα απαιτείται αποφυγή αφυδάτωσης του οργανισμού με λήψη επαρκούς ποσότητας υγρών και αποφυγή αλκοόλ.
Για ιδιαιτέρως εκτεταμένα εγκαύματα ή εγκαύματα που έχουν προκαλέσει φουσκάλες αλλά και για εγκαύματα σε παιδιά ή μωρά επιβάλλεται άμεσα η αξιολόγηση του από ιατρό.
Τα πολυακόρεστα Ωμέγα 3 είναι απαραίτητα λιπαρά οξέα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κυτταρικών μεμβρανών σε ολόκληρο το σώμα, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν σημαντικά και τη λειτουργία των υποδοχέων αυτών των μεμβρανών. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι των Ωμέγα 3 λιπαρών οξέων είναι δυο, τα EPA ή αλλιώς εικοσαπεντεανοϊκό οξύ και τα DHA ή αλλιώς εικοσιδυαεξαενοϊκό οξύ. Μάλιστα, τα DHA αποτελούν βασικό συστατικό όλων των κυτταρικών μεμβρανών και βρίσκονται σε αφθονία στον εγκέφαλο και στον αμφιβληστροειδή. Τα EPA και DHA θεωρούνται από πολλούς ερευνητές ευεργετικά για την πρόληψη, αλλά και την αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων υγείας που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο. Η σημερινή βιομηχανοποιημένη διατροφή, η οποία βασίζεται κυρίως σε φυτικά έλαια, παρουσιάζει ανεπάρκεια σε Ωμέγα 3.
Χιλιάδες ιατρικές μελέτες έχουν αποδείξει τον ευεργετικό ρόλο τους στην φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των ματιών. Ακόμη, συμμετέχουν στις φλεγμονώδης διαδικασίες ρυθμίζοντας τη φλεγμονή, επειδή διαμορφώνουν την έκφραση των γονιδίων που σχετίζονται με αυτή. Τα Ωμέγα 3 έχουν την ιδιότητα να μειώνουν τα τριγλυκερίδια και να ευνοούν την καλή κυκλοφορία του αίματος, αναστέλλοντας την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων από προϊόντα της λιποξυγονάσης.