Γυναικολογία

Γυναικολογία

Το μαγνήσιο είναι ενδοκυττάριο μεταλλικό στοιχείο που βρίσκεται σε όλους τους ιστούς του οργανισμού και ειδικά στα οστά και παίζει σημαντικό ρόλο στον έλεγχο σημαντικών βιοχημικών λειτουργιών (ενεργοποίηση ενζύμων που συμμετέχουν στην αντιγραφή και μεταγραφή του DNA), στη μεταφορά του ασβεστίου στις κυτταρικές μεμβράνες, καθώς και στην έκκριση της παραθυρεοειδούς ορμόνης. Επηρεάζει τη μυϊκή και νευρική λειτουργία, ενώ λειτουργεί συνεργικά με το ασβέστιο με το οποίο πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία.. Συμβάλλει στην απορρόφηση του ασβεστίου και στη καλή υγεία της οδοντοστοιχίας και παίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία των οστών, μειώνοντας την πιθανότητα εμφάνισης οστεοπόρωσης ιδιαίτερα κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης. Είναι απολύτως απαραίτητο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού καθώς η έλλειψή του μπορεί να προκαλέσει σοβαρότατες βλάβες στο έμβρυο, ακόμη και θάνατο. Η ομαλή λειτουργία του μυϊκού συστήματος εξαρτάται εν πολλοίς από το μαγνήσιο, καθώς χαλαρώνει τους μύες και τους ιστούς. Συμβάλλει επιπλέον στη ρύθμιση του σακχάρου καθώς συμμετέχει στη διαδικασία έκκρισης και μεταφοράς της ινσουλίνης σε όλους τους επιμέρους ιστούς.

Συμμετέχει σε περισσότερες από 300 μεταβολικές διεργασίες στο σώμα, ενώ έχουν βρεθεί περισσότερες από 3.750 θέσεις δέσμευσης μαγνησίου σε ανθρώπινες πρωτεΐνες. Η εύρυθμη λειτουργία του μεταβολισμού επίσης εξαρτάται από το μαγνήσιο καθώς αυτό συμβάλλει στην παραγωγή ενέργειας.

Η παθολογία του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει τόσο καλοήθεις όσο και κακοήθεις αλλοιώσεις. Οι καλοήθεις αλλοιώσεις είναι οι πολύποδες(τραχήλου και ενδομητρίου) και τα ινομυώματα. Οι κακοήθεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στη δράση του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (Human Papilloma Virus/HPV). Η τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία (Cervical Intraepithelial Neoplasia-CIN) αφορά στην ύπαρξη δυσπλαστικών αλλοιώσεων στο επιθήλιο του τραχήλου, χωρίς διάσπαση της βασικής μεμβράνης με κύρια αιτία την λοίμωξη από τον ιό HPV, η οποία αρχικά αφορά  στα κύτταρα της βασικής στοιβάδας. Όσες περισσότερες στοιβάδες κυττάρων, από την βασική προς την επιπολής (επιφανειακή) παρουσιάζουν κυτταρικές αλλοιώσεις, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η βαρύτητα της ενδοεπιθηλιακής βλάβης. Τελευταία, η διάκριση αυτή σε τρεις βαθμούς αντικαθίσταται από άλλη με δύο βαθμούς, την ελαφρού και την σοβαρού βαθμού πλακώδη ενδοεπιθηλιακή βλάβη. Περίπου το 80% των περιπτώσεων ελαφρού βαθμού CIN υπoστρέφει αυτόματα με την πάροδο του χρόνου, ενώ στο υπόλοιπο 20% οι αλλοιώσεις επιμένουν ή εξελίσσονται σε σοβαρού βαθμού δυσπλασία. Αντίθετα, οι σοβαρού βαθμού βλάβες εγκυμονούν κινδύνους να εξελιχθούν σε διηθητικές. Ο προληπτικός έλεγχος για την έγκαιρη ανίχνευση προκαρκινικών και καρκινικών αλλοιώσεων στον τράχηλο τη μήτρας περιλαμβάνει την κυτταρολογική εξέταση επιχρισμάτων από τον τράχηλο της μήτρας των γυναικών, γνωστή ως τεστ Παπανικολάου.

Οι μύκητες είναι μικροοργανισμοί οι οποίοι βρίσκονται με φυσιολογικό τρόπο σε διάφορα μέρη του σώματος μας. Οι μυκητιάσεις είναι λοιμώξεις οι οποίες προκαλούνται από μύκητες κυρίως στο δέρμα και σε βλεννογόνους. Οι πλέον συνηθισμένοι μύκητες που ευθύνονται είναι τα δερματόφυτα,  τα οποία μολύνουν μόνο την κεράτινη στιβάδα του δέρματος, τις τρίχες και τα νύχια, ενώ δεν επιβιώνουν και δεν προκαλούν μυκητιάσεις σε μέρη όπου δεν υπάρχει κεράτινη στιβάδα, όπως είναι ο βλενογόννος του στόματος και ο κόλπος. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη μυκητιάσεων είναι η υψηλή θερμοκρασία, η υγρασία, η αυξημένη εφίδρωση, ερεθισμοί από στενά ρούχα.

Οι μυκητιάσεις στα γεννητικά όργανα οφείλονται στο μύκητα κάντιντα (Candida Albicans). Ο μύκητας κάντιντα ζει σε φυσιολογικές συνθήκες στο δέρμα μας ή στο έντερό μας ως σαπρόφυτο και δεν προκαλεί προβλήματα. Μπορεί όμως σε περίπτωση αλλαγής τοπικών συνθηκών να αναπτυχθεί παθολογικά και να προκαλέσει μυκητίαση, την καντιντίαση. Οι καντιντιάσεις είθισται να εκδηλώνονται όπου υπάρχουν πτυχές στο δέρμα: κάτω από τον μαστό, στις μεσοδακτύλιες περιοχές σε χέρια και πόδια, στις μηρογεννητικές πτυχές, στις μασχάλες, καθώς και μεσογλουτιαία. Η καντιντίαση δεν είναι συνήθως σεξουαλικώς μεταδιδόμενη κάτι που δεν αποκλείεται να συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις. Τόσο τα γεννητικά όργανα των γυναικών όσο και των ανδρών μπορούν να προσβληθούν από διάφορους μύκητες.

Τα πιο συνήθη συμπτώματα στις γυναίκες είναι:

• Πόνος, φαγούρα, ερεθισμός, φλεγμονή στο αιδοίο και στον κόλπο με αίσθημα καύσου
• Έντονες κολπικές εκκρίσεις με λίγη έως καθόλου δυσοσμία
• Οίδημα και κοκκίνισμα του αιδοίου
• Η εσωτερική επιφάνεια του κόλπου μπορεί να είναι καλυμμένη με λευκά υγρά
• Το δέρμα της περιοχής μπορεί να είναι ευαίσθητο και να παρουσιάζει σπασίματα – εκδορές

Περίπου ένα ποσοστό της τάξης του 75% των γυναικών αναμένεται να εμφανίσει μυκητίαση κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η συχνότητα των μυκητιάσεων είναι μεν μεγαλύτερη το καλοκαίρι, αφού η αυξημένη θερμοκρασία της εποχής σε συνδυασμό με την υγρασία στην περιοχή του κόλπου, καθώς και το αλκαλικό περιβάλλον που δημιουργεί συνήθως ο ιδρώτας ευνοούν την ανάπτυξη μυκήτων. Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουμε το χειμώνα.

Στην πιθανότητα ανάπτυξης μυκητιάσεων συντελούν διάφοροι παράγοντες κινδύνου όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων, χρήση αντιβιοτικών, ανοσοκαταστολή, υψηλό στρες κλπ.  Η διάγνωση και θεραπεία είναι εξατομικευμένη και γίνεται με βάση το ιστορικό, τα συμπτώματα και τις εργαστηριακές εξετάσεις.
Η θεραπεία περιλαμβάνει τοπικό πλύσιμο με αντισηπτικό και καλό σκούπισμα. Στη συνέχεια χορηγούνται συνήθως τοπικά κολπικά υπόθετα ή κρέμες με αντιμυκητιασική δράση, είτε συστηματική θεραπεία με δισκία από το στόμα.

Η ουρολοίμωξη είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μολύνσεις/λοιμώξεις του ουρογεννητικού συστήματος από μικροοργανισμούς, όπως τα βακτήρια, οι ιοί και οι μύκητες. Τα βακτήρια είναι η πιο κοινή αιτία της ουρολοίμωξης. Κανονικά, τα βακτήρια που εισέρχονται από την ουρήθρα στο ουροποιητικό σύστημα απομακρύνονται γρήγορα με την ούρηση, πριν εγκατασταθούν και προκαλέσουν συμπτώματα. Ωστόσο, μερικές φορές τα βακτήρια ξεπερνούν τη φυσική άμυνα του οργανισμού και προκαλούν λοίμωξη. Η λοίμωξη στην ουρήθρα ονομάζεται ουρηθρίτιδα, ενώ στην ουροδόχο κύστη ονομάζεται κυστίτιδα. Το ουροποιητικό σύστημα έχει διάφορους μηχανισμούς για την πρόληψη των λοιμώξεων. Όμως, παρά τους μηχανισμούς αυτούς, εξακολουθούν να εμφανίζονται λοιμώξεις. Ορισμένα βακτήρια έχουν ισχυρή ικανότητα να προσκολλώνται στα τοιχώματα του ουροποιητικού συστήματος και έτσι πολλαπλασιάζονται, προκαλώντας ουρολοιμώξεις. Οι γυναίκες υποφέρουν συχνά από ουρολοιμώξεις. Κάθε επιπλέον επεισόδιο αυξάνει τον κίνδυνο επανεμφάνισης (υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις), δηλαδή με τρία ή περισσότερα επεισόδια ουρολοίμωξης κάθε χρόνο.

Τα συμπτώματα μιας ουρολοίμωξης διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο. Στις νεαρές γυναίκες, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος εμφανίζονται με συχνουρία, καύσο και πόνο χαμηλά στην κοιλιά ή στα έξω γεννητικά όργανα κατά την ούρηση, ενώ δεν είναι σπάνια η παρουσία αίματος, ιδιαίτερα στο τέλος της ούρησης. Οι ηλικιωμένες γυναίκες μπορεί να αναφέρουν αδυναμία και κοιλιακό άλγος, ειδικά αν υπάρχει πυρετός. Τα ούρα μπορεί να φαίνονται θολά, σκούρα ή αιματηρά ή ακόμα να έχουν μια δυσάρεστη μυρωδιά. Συνήθως, οι ουρολοιμώξεις δεν προκαλούν πυρετό, εάν μολυνθεί μόνο η κύστη.

Οι πόνοι κατά την περίοδο είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί πολλές γυναίκες και συχνά θεωρείται «φυσιολογικό». Δυσμηνόρροια είναι ο επιστημονικός όρος που περιγράφει την κατάσταση εκείνη κατά την οποία η γυναίκα έχει τόσο έντονο πόνο κατά την διάρκεια της εμμήνου ρύσεως που την αναγκάζει να περιορίζει τις καθημερινές της δραστηριότητες και την οδηγεί στη λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα, είναι ο πόνος χαμηλά στην κοιλιά, ο οποίος πολλές φορές αντανακλά στη μέση και στην πρόσθια και έσω επιφάνεια των μηρών. Επιπλέον, μπορεί να σημειωθεί ναυτία, έμετος, εφιδρώσεις, πονοκέφαλος, διάρροια, ακόμη και αίσθημα λιποθυμίας.

Διακρίνουμε δύο είδη δυσμηνόρροιας, την πρωτοπαθή και την δευτεροπαθή. Η πρωτοπαθής δυσμηνόρροια οφείλεται στην παραγωγή ειδικών χημικών ουσιών που καλούνται προσταγλανδίνες. Οι ουσίες αυτές παράγονται φυσιολογικά από τη μήτρα σε κάθε γυναίκα κατά την έμμηνο ρύση και προκαλούν συσπάσεις του μυομητρίου με σκοπό την αποβολή του «παλιού» ενδομητρίου από την κοιλότητα της μήτρας. Ο πόνος συνήθως ξεκινά λίγες ώρες πριν την έναρξη της περιόδου και διαρκεί τις πρώτες μια με δύο μέρες. Όταν ο πόνος που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου οφείλεται σε κάποια γυναικολογική πάθηση τότε μιλάμε για δευτεροπαθή δυσμηνόρροια. Η πιο συνηθισμένη παθολογική κατάσταση που ευθύνεται για τη δευτεροπαθή δυσμηνόρροια είναι η ενδομητρίωση.

Άλλες καταστάσεις που προκαλούν πόνο κατά την έμμηνο ρύση είναι η αδενομύωση, η παρουσία πυελικής φλεγμονής, η στένωση του τραχηλικού στομίου, τα ινομυώματα και η χρήση σπιράλ. Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία και την ένταση των συμπτωμάτων και περιλαμβάνει αγωγή με απλά αναλγητικά ή/και σπασμολυτικά φάρμακα στις ήπιες μορφές πρωτοπαθούς δυσμηνόρροιας. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ/NSAIDS) έχουν πολύ καλή δράση διότι αναστέλλουν την σύνθεση των προσταγλανδινών και καλό είναι να λαμβάνονται στα πρώτα σημεία της περιόδου και πριν εγκατασταθεί η συμπτωματολογία, ενώ σε πιο σοβαρές περιπτώσεις συνιστάται η λήψη αντισυλληπτικών.

Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (ΣΠΩ/PCOS) αποτελεί μία από τις συνηθισμένες ενδοκρινείς διαταραχές στη γυναίκα και περιλαμβάνει ένα σύνολο ετερογενών στοιχείων τα οποία καλύπτουν μεγάλο φάσμα κλινικών εκδηλώσεων, από τις πιο ήπιες, όπως οι διαταραχές περιόδου, έως πιο σοβαρές όπως ο κίνδυνος ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στην εφηβεία, αν και σε πολλές γυναίκες μπορεί να εμφανιστούν αργότερα. Το ΣΠΩ διαφέρει από τις πολυκυστικές ωοθήκες οι οποίες αποτελούν εύρημα των υπερήχων στην γυναικολογική εξέταση ρουτίνας.

Η διάγνωση βασίζεται στα κριτήρια Rotterdam. Η γυναίκα με ΣΠΩ πρέπει να πληροί δύο από τα τρία κριτήρια:

  • Ολιγομηνόρροια ή/και αμηνόρροια
  • Αυξημένα ανδρογόνα
  • Πολυκυστική μορφολογία των ωοθηκών στον υπέρηχο

Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών εμφανίζει έντονη οικογενή επίπτωση, γεγονός που δείχνει πως υπάρχει μεγάλη γενετική συμβολή στην εμφάνισή του. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πως κληρονομείται, αλλά οι τελευταίες μελέτες δείχνουν πως σχετίζεται με την έκφραση ενός επικρατούντος γονιδίου. Λόγω της περιφερικής μετατροπής των οιστρογόνων σε ανδρογόνα παρατηρούνται αρρενοποιητικά φαινόμενα, δηλαδή υπερτρίχωση και ακμή, ενώ παράλληλα η περίοδος της γυναίκας δεν είναι τακτική. Ταυτόχρονα λόγω της επίδρασης των ορμονών στην ινσουλίνη παρατηρείται σημαντική τάση για παχυσαρκία.