Καρδιολογία

Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο είναι η οξεία νευρολογική διαταραχή των αγγείων του εγκεφάλου που συμβαίνει όταν σταματάει η τροφοδότηση με αίμα σε κάποια περιοχή του εγκεφάλου με αποτέλεσμα να μην φθάνει το απαραίτητο οξυγόνο σε αυτά. Αποτελεί την 2η αιτία θανάτου στην Ελλάδα μετά τη στεφανιαία νόσο.

Τα συμπτώματα  εξαρτώνται από την περιοχή του εγκεφάλου όπου συμβαίνει η βλάβη και μπορεί να περιλαμβάνουν μυϊκή αδυναμία ενός ή περισσοτέρων άκρων, διαταραχή αισθητικότητας, διαταραχή όρασης και ισορροπίας, διαταραχή στην ομιλία, οξεία κεφαλαλγία που μπορεί να συνοδεύεται από ζάλη ή έμετο κλπ.

Το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο διακρίνεται σε Ισχαιμικό Εγκεφαλικό Επεισόδιο και Αιμορραγικό Εγκεφαλικό Επεισόδιο. Το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο αφορά στη διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος σε κάποια περιοχή του εγκεφάλου εξαιτίας στένωσης ή απόφραξης αρτηρίας. Το αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο αφορά στη ρήξη ενός αγγείου με αποτέλεσμα την ενδοεγκεφαλική ή υπαραχνοειδή αιμορραγία.

Το ισχαιµικό εγκεφαλικό επεισόδιο µπορεί να είναι είτε θροµβωτικό είτε εµβολικό. Στο ισχαιµικό εγκεφαλικό επεισόδιο θροµβωτικής αιτιολογίας, ένας θρόµβος αίµατος σχηµατίζεται µέσα σε µια αρτηρία του εγκεφάλου. Στο εµβολικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ο θρόµβος αίµατος ταξιδεύει µε την κυκλοφορία του αίµατος και αποφράσσει (σαν έµβολο) τον αυλό αγγείου του εγκεφάλου. Η προέλευση είναι συνήθως από την καρδιά πχ. λόγω κολπικής μαρμαρυγής.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση του Ισχαιμικού Εγκεφαλικού Επεισοδίου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη στιγμή κατά την οποία ο ασθενής θα προσέλθει στο νοσοκομείο. Στη περίπτωση όπου η διακομιδή γίνει σε λιγότερο από 5 ώρες από τη στιγμή που εμφανίστηκαν τα συμπτώματα, χορηγείται αγωγή για τη διάλυση το θρόμβου (θρομβόλυση). Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα για τη ρευστοποίηση του αίματος, τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερίνης.

Στις περιπτώσεις αιμορραγικών εγκεφαλικών επεισοδίων είναι σημαντικό να αναδειχθεί η αιτία που προκαλεί την αιμορραγία, στην πληθώρα των περιπτώσεων η υπέρταση και να επιλεγεί ο κατάλληλος τρόπος θεραπευτικής αντιμετώπισης. 

Η καρδιά σε φυσιολογικές συνθήκες λειτουργεί με σταθερό ρυθμό ο οποίος αυξομειώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού. Μια υγιής καρδιά χτυπάει 60-100 φορές το λεπτό. Πίσω από κάθε χτύπο κρύβεται ένα ηλεκτρικό ερέθισμα από ένα ειδικό τμήμα της καρδιάς που ονομάζεται φλεβόκομβος και μεταδίδεται μέσα στο καρδιακό μυ και τον κάνει να συστέλλεται. Η καρδιά μέσω πολλών πολύπλοκων μηχανισμών έχει την ικανότητα να διατηρεί ρυθμικό παλμό και σχετικά σταθερό αλλά και να τον προσαρμόζει στις απαιτήσεις όπως πχ. κατά την άσκηση.

Όταν η λειτουργία της καρδιάς δεν είναι πλέον «ρυθμική», εμφανίζονται οι λεγόμενες καρδιακές αρρυθμίες. Οι αρρυθμίες είναι πολλών ειδών και κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον τύπο, την προέλευση και την βαρύτητα τους. Οι καρδιακές αρρυθμίες γίνονται αντιληπτές από ένα αίσθημα παλμών, έναν ακανόνιστο χτύπο της καρδιάς, ο οποίος μπορεί να βραδύς ή ταχύς, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να αισθάνεται ένα κενό.

Οι αρρυθμίες διακρίνονται σε υπερκοιλιακές και κοιλιακές. Η πιο γνωστή αρρυθμία είναι η κολπική μαρμαρυγή η οποία αφορά το 2-4% των ενηλίκων.

Η αντιμετώπιση των αρρυθμιών γίνεται είτε φαρμακευτικά (αντιπηκτικά, αντιαρρυθμικά, φάρμακα για τη συχνότητα), είτε επεμβατικά (ablation, τοποθέτηση απινιδωτή ή βηματοδότη)

H Διαλείπουσα χωλότητα, αποτέλεσμα ανεπαρκούς αιματικής ροής στο μυϊκό σύστημα, αποτελεί κυρίαρχο σύμπτωμα της περιφερικής αποφρακτικής αρτηριακής νόσου. Αφορά τον πόνο  που αισθάνεται ο ασθενής στα κάτω μέλη γλουτούς, μηρούς, γάμπες ή πέλματα) μετά από βάδιση  για αρκετή ώρα. Συνήθως αυτός ο πόνος σταματάει λίγα λεπτά αφότου σταματήσει η βάδιση. Η αίσθηση μπορεί να μην είναι ακριβώς πόνος, αλλά σφίξιμο, «βάρος» ή αδυναμία, γεγονός που οφείλεται σε μειωμένη ροή αίματος προς τα πόδια. Στην ηρεμία η ποσότητα του αίματος που φτάνει σε αυτά είναι επαρκής, όμως όταν βαδίζουμε η κυκλοφορία δεν επαρκεί.              

Η διαλείπουσα χωλότητα παρουσιάζεται γρηγορότερα όταν βαδίζουμε σε ανηφόρα ή με γρηγορότερο βήμα, οπότε οι απαιτήσεις των μυών σε αίμα και οξυγόνο γίνονται μεγαλύτερες. Με τον καιρό ειδικά χωρίς θεραπεία μπορεί να αρχίσουμε να την αισθανόμαστε σε μικρότερες αποστάσεις.

Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι το κάπνισμα, η υπερχοληστερολαιμία, η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης. Το σύνηθες αίτιο που προκαλεί τη διαλείπουσα χωλότητα είναι αθηροσκλήρυνση. Πρόκειται για μια διαδικασία γήρανσης, η οποία τείνει να εμφανίζεται γρηγορότερα σε ανθρώπους που κάνουν οποιουδήποτε είδους καταχρήσεις.

Σπανιότερα, η διαλείπουσα χωλότητα ειδικά σε νεότερα άτομα μπορεί να οφείλεται σε άλλες αρτηριακές παθήσεις, όπως είναι η παγίδευση της ιγνυακής αρτηρίας, η κυστική νόσος του έξω χιτώνα των αρτηριών, η νόσος Buerger (αποφρακτική θρομβαγγειΐτιδα) και η ινομυϊκή δυσπλασία.

Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις εστιάζουν στην μείωση του κινδύνου αγγειακής νόσου, στην ανακούφιση από τον πόνο, στην βελτίωση της κινητικότητας και στην προστασία της βλάβης στους ιστούς.

Με τον όρο δυσλιπιδαιμία εννοούμε τις ποσοτικές και ποιοτικές διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων του ανθρώπινου οργανισμού. Τους κύριους εκπροσώπους των λιπιδίων του ανθρώπινου οργανισμού αποτελούν η χοληστερόλη (ολική χοληστερόλη, LDL και HDL) και τα τριγλυκερίδια.

Η δυσλιπιδαιμία διακρίνεται σε πρωτοπαθή όταν είναι γονιδιακής (κληρονομικής) αιτιολογίας και σε δευτεροπαθή η οποία είναι απότοκος άλλων παθολογικών καταστάσεων ή και κακής διατροφής καθώς και στην έλλειψη άσκησης. Επίσης ανάλογα με την προεξάρχουσα διαταραχή, δηλαδή ποιο είδος λιπιδίων είναι αυξημένο, διακρίνεται σε υπερχοληστερολαιμία (αύξηση της χοληστερόλης), υπερτριγλυκεριδαιμία (αύξηση των τριγλυκεριδίων) και μικτή δυσλιπιδαιμία (αύξηση χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων).

Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες είναι σπανιότερες από τις δευτεροπαθείς, χαρακτηρίζονται από σημαντικές διαταραχές των λιπιδίων και εμφανίζονται σε νεαρότερη ηλικία σε σχέση με τις δευτεροπαθείς μορφές. Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες είναι σε σημαντικό βαθμό υπεύθυνες για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων (οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, αιφνίδιος θάνατος και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια) σε νεαρές ηλικιακά πληθυσμιακές ομάδες (3η και 4η δεκαετία ζωής). Οι δευτεροπαθείς δυσλιπιδαιμίες σχετίζονται κυρίως με κακές υγειονοδιαιτητικές συνθήκες, καθιστική ζωή, λήψη διαφόρων φαρμάκων, κατάχρηση αλκοόλ καθώς και με άλλα συνοδά νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυροειδισμός, το νεφρωσικό σύνδρομο, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, και η παχυσαρκία.

Η Καρδιακή Ανεπάρκεια (ΚΑ) είναι μια σοβαρή πάθηση κατά την οποία η καρδιά δεν μπορεί να επιτελέσει την λειτουργία της ως διπλή αντλία. Η καρδιά αδυνατεί να στέλνει αίμα στην περιφέρεια μέσω του αρτηριακού δικτύου με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τροφοδοτήσει το σώμα με την απαραίτητη ποσότητα αίματος και κατ΄ επέκταση οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών. Επίσης, η καρδιά χάνει την αντλητική της ικανότητα ώστε να επιστρέψει το αίμα πάλι πίσω στην καρδιά μέσω του φλεβικού δικτύου με συνέπεια το αίμα να λιμνάζει στις φλέβες. 

Το βασικό σύμπτωμα της ΚΑ είναι η μειωμένη ανοχή στην κόπωση και η δύσπνοια (επειδή το αίμα λιμνάζει στους πνεύμονες) ή η καταβολή/αδυναμία (επειδή η οξυγόνωση των μυών είναι ανεπαρκής). Ο ασθενής λαχανιάζει, σύμπτωμα που παρατηρείται αρχικά κατά την άσκηση και εν συνεχεία και κατά την ηρεμία. Το χαρακτηριστικότερο σημάδι της καρδιακής ανεπάρκειας είναι η κατακράτηση υγρών, η οποία εκδηλώνεται με οιδήματα στα κάτω άκρα (πρησμένα πόδια), ασκίτη (πρησμένη με υγρό κοιλιά) και απότομη και αδικαιολόγητη αύξηση βάρους.

Τα αίτια της ΚΑ είναι κυρίως η στεφανιαία νόσος (η χρόνια απόφραξη ή στένωση των αρτηριών που τροφοδοτούν με αίμα την ίδια την καρδιά), το έμφραγμα του μυοκαρδίου (η νέκρωση κάποιου τμήματος της καρδιάς), η αυξημένη αρτηριακή πίεση, οι βαλβιδοπάθειες (η δυσλειτουργία των βαλβίδων της καρδιάς), οι μυοκαρδιοπάθειες που οφείλονται σε γενετικά αίτια, λοιμώξεις των βαλβίδων (ενδοκαρδίτιδα) ή του καρδιακού μυός (μυοκαρδίτιδα) και πολλά άλλα.

Η Καρδιακή Ανεπάρκεια χρήζει φαρμακευτικής αγωγής, ενώ απαιτούνται και σημαντικές τροποποιήσεις του τρόπου ζωής του ασθενούς όπως διακοπή καπνίσματος, έλεγχος σωματικού βάρους, περιορισμός λήψης υγρών, άλατος και αλκοόλ.

Κάποιοι ασθενείς στην Καρδιακή Ανεπάρκεια θα μπορούσαν να επωφεληθούν και από παρεμβάσεις όπως: επαναιμάτωση, εμφύτευση συσκευών βηματοδότησης και απινίδωσης, επιδιόρθωση βαλβίδας και προηγμένες συσκευές υποβοήθησης αριστερής κοιλίας. 

Η περιφερική αρτηριακή νόσος (ΠΑΝ) είναι η διαταραχή η οποία επηρεάζει τις αρτηρίες που τροφοδοτούν με αίμα το σώμα μειώνοντας τη ροή του αίματος προς τα πάνω και κάτω άκρα. Η μειωμένη ροή αίματος περιορίζει την παροχή αίματος, οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών.

Η αθηροσκλήρωση είναι ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της περιφερικής αρτηριακής νόσου. Για το λόγο αυτό οι ασθενείς με ΠΑΝ μπορεί να έχουν επίσης στεφανιαία ή καρωτιδική νόσο.

Η περιφερική αρτηριακή νόσος αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για θανατηφόρα ή μη καρδιαγγειακά συμβάντα.

Τα πιο συχνά συμπτώματα της ΠΑΝ είναι η διαλείπουσα χωλότητα, δηλ. κόπωση, άλγος και δυσφορία στους μύες των κάτω άκρων κατά τη διάρκεια φυσικής δραστηριότητας, τα οποία εξαφανίζονται με ανάπαυση.

Δεν υπάρχει θεραπευτική αντιμετώπιση.

Ο όρος «στεφανιαία νόσος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη στένωση ή την πλήρη απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών, οι οποίες αιματώνουν τον καρδιακό μυ και τον τροφοδοτούν με τα απαραίτητα συστατικά για τη λειτουργία του. Η στένωση αυτή των αρτηριών προκαλείται από την σταδιακή εναπόθεση «αθηρωματικού» υλικού στο εσωτερικό τους το οποίο δημιουργείται από την αλληλεπίδραση στοιχείων του αίματος με τα λίπη που μεταφέρονται σε αυτό. Στην αρχή το υλικό αυτό είναι μαλακό και λιπώδες, όμως με την πάροδο του χρόνου και την εναπόθεση ασβεστίου γίνεται σκληρό (αθηρωματική πλάκα). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μη καλή αιμάτωση του μυοκαρδίου, γεγονός που οδηγεί σε διάφορες κλινικές εκδηλώσεις και επιπλοκές.

Στους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση Στεφανιαίας Νόσου περιλαμβάνονται η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, το φύλο, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, το κάπνισμα, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η έλλειψη άσκησης και το έντονο άγχος.  Η πιο συνηθισμένη εκδήλωση της στεφανιαίας νόσου είναι ο στηθαγχικός πόνος, όπου  εκδηλώνεται με δυσφορία στο κέντρο του θώρακα και έχει χαρακτήρα σφιξίματος, καψίματος ή πίεσης. Ο πόνος μπορεί να αντανακλά στα δυο χέρια, στην περιοχή του τραχήλου, της κάτω γνάθου, στη μεσοπλάτια χώρα και στο επιγάστριο. Ορισμένες φορές, όταν ο πόνος είναι έντονος ενδέχεται να συνοδεύεται από εφίδρωση, ναυτία και έμετο.

Στις εκδηλώσεις της στεφανιαίας νόσου περιλαμβάνονται:

1. Η περίοδος χωρίς συμπτώματα. Σε ασθενείς που δεν έχουν σοβαρές στενώσεις των στεφανιαίων αρτηριών μπορεί να μην εμφανίζονται συμπτώματα, παρά την παρουσία αθηρωματικών αλλοιώσεων στα στεφανιαία αγγεία και σε ασθενείς με σοβαρές στενώσεις που είναι επίσης ασυμπτωματικοί.

2. Η σταθερή στηθάγχη. Είναι η εμφάνιση του στηθαγχικού πόνου είτε κατά τη διάρκεια σωματικής δραστηριότητας είτε κατά τη διάρκεια έντονου συναισθηματικού stress.

3. Η ασταθής στηθάγχη. Είναι η εμφάνιση του στηθαγχικού πόνου  σε συνθήκες ηρεμίας.

4. Το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Είναι η νέκρωση μιας περιοχής του καρδιακού μυός και εκδηλώνεται με τυπική στηθάγχη, η οποία όμως είναι παρατεταμένης διάρκειας, δεν σταματά με την ανάπαυση και διαρκεί περισσότερο από μισή ώρα.

5. Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος. Αποτελεί την πλέον δραματική εκδήλωση από όλο το κλινικό φάσμα της στεφανιαίας νόσου

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της Στεφανιαίας Νόσου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η σοβαρότητα της νόσου, η συμπτωματολογία, η γενικότερη κατάσταση της λειτουργίας της καρδιάς καθώς και συνυπάρχουσες ασθένειες όπως ο διαβήτης, η περιφερική αρτηριακή νόσος και το έμφραγμα του μυοκαρδίου.     

Η φαρμακευτική αγωγή στοχεύει στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και κυρίως στην παράταση της επιβίωσης με τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου, ενώ παράλληλα συνιστάται στον ασθενή η υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής.

Σημαντική είναι η πρόοδος στον τομέα της Επεμβατικής Καρδιολογίας όπου χρησιμοποιούνται σύγχρονα υλικά και μεταλλικά ελάσματα (stents) σε μια διαδικασία που αποσκοπεί στη διόρθωση σημαντικών βλαβών στα στεφανιαία αγγεία η οποία ονομάζεται αγγειοπλαστική. 

Όταν η αγγειοπλαστική δεν ενδείκνυται εφαρμόζεται η αορτοστεφανιαία παράκαμψη, γνωστή και ως by pass.

Υπέρταση ονομάζεται η αυξημένη αρτηριακή πίεση του αίματος, δηλαδή η πίεση που ασκεί το αίμα στο τοίχωμα των αρτηριών. Πρόκειται για μια πάθηση που επηρεάζει κυρίως τους ενήλικες αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να εμφανιστεί ακόμη και σε μικρά παιδιά. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, σε παγκόσμιο επίπεδο ένας στους τρεις ενήλικες πάσχει από αυξημένη αρτηριακή πίεση. Στην Ελλάδα η υπέρταση αφορά περίπου το 28% του συνολικού πληθυσμού.

Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται από την ροή του αίματος σε κάθε συστολή και από την αντίσταση που προβάλουν τα αγγεία σε αυτή. Εάν η αρτηριακή πίεση είναι υψηλή, τότε η καρδιά πρέπει να «εργαστεί» δυνατότερα για να διατηρήσει επαρκή ροή αίματος στο σώμα μας.

Τα φυσιολογικά όρια για την συστολική πίεση, την «μεγάλη» όπως συνήθως αποκαλείται, είναι μέχρι  140mmHg, ενώ αντίστοιχα για τη διαστολική, τη «μικρή», είναι έως 90mmHg, για ασθενείς χωρίς συνοδά νοσήματα.

Τα αίτια της υπέρτασης ποικίλουν και συνήθως είναι άγνωστα (ιδιοπαθής υπέρταση). Η υιοθέτηση καθιστικής ζωής, η αύξηση του σωματικού βάρους όπως και η ηλικία αυξάνουν την επίπτωση της υπέρτασης. Η ιδιοπαθής υπέρταση είναι υπεύθυνη για το 95% των περιπτώσεων υπέρτασης.

Μερικές φορές η υψηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να οφείλεται σε άλλη πάθηση, όπως σε πάθηση των νεφρών, της καρδιάς ή των ενδοκρινών αδένων και αποκαλείται δευτεροπαθής υπέρταση.

Η υπέρταση συνήθως συνυπάρχει με άλλους παράγοντες κινδύνου όπως η δυσλιπιδαιμία και ο διαβήτης και θα πρέπει να έχετε ήδη ακούσει ότι η υπέρταση μπορεί να οδηγήσει σε στεφανιαία νόσο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Συνήθως είναι ασυμπτωματική και ο μόνος τρόπος να αναγνωριστεί είναι με μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης.

Η αντιμετώπιση της υπέρτασης απαιτεί αλλαγές στον τρόπο ζωής, στις διατροφικές συνήθειες αλλά και κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.